- αὐτοπώλης
- αὐτο-πώλης, ου, ὁ,A selling one's own products, Pl.Plt.260c;
αὐ. περί τι Id.Sph.231d
, cf. Sch.Ar.Pl.1155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐ. περί τι Id.Sph.231d
, cf. Sch.Ar.Pl.1155.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτοπώλης — αὐτοπώλης, ο (Α) αυτός που πουλά ο ίδιος τα δικά του προϊόντα … Dictionary of Greek
αὐτοπώλης — selling one s own products masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπωλῶν — αὐτοπώλης selling one s own products masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπῶλαι — αὐτοπώλης selling one s own products masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπώλην — αὐτοπώλης selling one s own products masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπώλου — αὐτοπώλης selling one s own products masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπωλικός — αὐτοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτοπώλης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐτοπωλική το επαγγελμα του αυτοπώλη … Dictionary of Greek